ἀντιδιατίθημι

ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιατίθημι (s. διατίθημι; Diod. Sic. 34, 12; Philo 30, 85; 31, 103 [Nägeli 30] word of the higher Koine) mid. oppose oneself, be opposed (Περὶ ὕψους 17, 1 πρὸς τὴν πειθὼ τ. λόγων πάντως ἀντιδιατίθεται) παιδεύειν τοὺς ἀντιδιατιθεμένους correct his opponents 2 Ti 2:25.—B. 1432. DELG s.v. τίθημι. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντιδιατίθημι — ἀντιδιατίθημι (AM) 1. ανταποδίδω τα ίσα σε κάποιον αρχ. 1. προβάλλω αντίσταση 2. οι αντιδιατιθέμενοι αυτοί που διάκεινται μεταξύ τους εχθρικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”